ἑψάω
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
v. ἕψω.
German (Pape)
[Seite 1132] = ἕψω, zw., bei D. Sic. 4, 84 ist ἑψῶντες von Dindorf in ἕψοντες aus Euseb. geändert.
Greek Monolingual
ἑψάω (Α)
δ. τ. του ἕψω.