συγκάτημαι
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
Ionic for συγκάθημαι.
German (Pape)
[Seite 966] ion. statt συγκάθημαι, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συγκάθημαι.
Greek Monotonic
συγκάτημαι: Ιων. αντί συγκάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
συγκάτημαι: ион. = συγκάθημαι.