προσωπίς

From LSJ
Revision as of 10:47, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωπίς Medium diacritics: προσωπίς Low diacritics: προσωπίς Capitals: ΠΡΟΣΩΠΙΣ
Transliteration A: prosōpís Transliteration B: prosōpis Transliteration C: prosopis Beta Code: proswpi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = προσώπιον.

Greek (Liddell-Scott)

προσωπίς: -ίδος, ἡ, = προσωπεῖον, κοινῶς «προσωπίδα» Ἡσύχ. ἐν λέξ. προσωπεῖον.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. προσωπίδα.
(II)
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας μιμοζίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότατα αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. prosopis (< πρόσωπο].