Ἅφαιστος

Revision as of 10:48, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

Doric for Ἥφαιστος.

Greek (Liddell-Scott)

Ἅφαιστος: Δωρ. ἀντί Ἥφαιστος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
dor. c. Ἥφαιστος.

English (Slater)

ᾱφαιστος god of fire.
   a Ἁφαίστου τέχναισιν χαλκελάτῳ πελέκει πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ (O. 7.35) τοῦ δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; of the third Delphic temple of Apollo (Pae. 8.66) test., Boethus in Phot., lex. s. v. Ἥρας δεσμούς· παρὰ Πινδάρῳ γὰρ (Ἥρα) ὑπὸ Ἡφαίστου δεσμεύεται ἐν τῷ ὑπ' αὐτοῦ κατασκευασθέντι θρόνῳ fr. 283.
   b generally, fire κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει i. e. Etna in eruption (P. 1.25) σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου (P. 3.40)

Spanish (DGE)

v. Ἥφαιστος.

Greek Monotonic

Ἅφαιστος: Δωρ. αντί Ἥφαιστος.

Middle Liddell


Hephaestus , Doric for Ἥφαιστος.