κυμινοδόκη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = κυμινοδόκον.
Greek Monolingual
κυμινοδόκη, ἡ (Α)
κυμινοδόκον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. ιστο-δόκη, κυμο-δόκη].
Full diacritics: κυμινοδόκη | Medium diacritics: κυμινοδόκη | Low diacritics: κυμινοδόκη | Capitals: ΚΥΜΙΝΟΔΟΚΗ |
Transliteration A: kyminodókē | Transliteration B: kyminodokē | Transliteration C: kyminodoki | Beta Code: kuminodo/kh |
ἡ, = κυμινοδόκον.
κυμινοδόκη, ἡ (Α)
κυμινοδόκον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. ιστο-δόκη, κυμο-δόκη].