κυμινοθήκη
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ἡ, = κυμινοδόκον.
Greek Monolingual
κυμινοθήκη, ἡ (Α)
κυμινοδόχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + θήκη.
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Full diacritics: κυμινοθήκη | Medium diacritics: κυμινοθήκη | Low diacritics: κυμινοθήκη | Capitals: ΚΥΜΙΝΟΘΗΚΗ |
Transliteration A: kyminothḗkē | Transliteration B: kyminothēkē | Transliteration C: kyminothiki | Beta Code: kuminoqh/kh |
ἡ, = κυμινοδόκον.
κυμινοθήκη, ἡ (Α)
κυμινοδόχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + θήκη.