ἀκροχολία
From LSJ
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
English (LSJ)
v. sub ἀκραχολία.
German (Pape)
[Seite 85] und ἀκρόχολος, für ἀκραχολία und ἀκράχολος.
French (Bailly abrégé)
v. ἀκραχολία.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
ira violenta, irascibilidad Sopater en Stob.4.5.56, Arist.VV 1251a3, cf. ἀκραχολία.
Greek Monolingual
ακρόχολος, ακροχολώ (AM)
βλ. ακραχολία, ακράχολος, ακραχολώ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροχολία: ἡ вспыльчивость, раздражительность Plut.