δοχήϊον
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
English (LSJ)
Ionic for δοχεῖον.
German (Pape)
[Seite 663] τό, ion. u. poet. = δοχεῖον; μέλανος σταθεροῖο, Tintenfaß, Paul. Sil. 52 (VI, 66).
French (Bailly abrégé)
ion. c. δοχεῖον.
Greek Monotonic
δοχήϊον: τό, Ιων. αντί δοχεῖον, αυτό που συγκρατεί κάτι, αγγείο, μέλανος δ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δοχήϊον: τό ион. = δοχεῖον.