καταπαλτικός
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ή, όν (in literary texts καταπελτικός), of or belonging to catapults, βέλη IG2². 1487.102; ὄργανα καὶ βέλη Plb. 11.11.3, cf. Str. 17.3.15, Bito 62.4; τὰ κ., = καταπάλται, Plb. 9.41.5; τὸ κ. artillery, DS. 14.42.
Greek Monolingual
καταπαλτικός, -ή, -όν (Α)
βλ. καταπελτικός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπαλτικός -ή όν [καταπάλτης] van een katapult.