ᾖσαν
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
Attic for ᾔδεσαν, 3 pl. plpf. (used as impf.) of οἶδα.
II. Attic for ἤϊσαν, 3 pl. impf. of εἶμι (ibo).
Greek (Liddell-Scott)
ᾖσαν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ οἶδα, Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ ἤισαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπῇσαν Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. de εἶμι, aller;
3ᵉ pl. ao. de ᾄδω;
3ᵉ pl. pqp. de *εἴδω.
Greek Monotonic
ᾖσαν:I. Αττ. αντί ᾔδεσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα.
II. αντί ἤϊσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).