λατραβός

From LSJ
Revision as of 11:01, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λατραβός Medium diacritics: λατραβός Low diacritics: λατραβός Capitals: ΛΑΤΡΑΒΟΣ
Transliteration A: latrabós Transliteration B: latrabos Transliteration C: latravos Beta Code: latrabo/s

English (LSJ)

v. λαμυρός, and λατραβία (λατραπία cod.), = λαμυρία μετὰ ἐρυθριάσεως, Hsch.

German (Pape)

[Seite 18] = λαμυρός, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λατραβός: λαμυρός, καὶ λατραβία, = λαμυρία, Ἡσύχ.· ὅστις ἔχει καὶ μετοχ.: λατραβῶν· «ἀλαζονευόμενος» καὶ ῥῆμα λατραβίζειν· «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῖν» ― λατράζειν· «βαρβαρίζειν».

Greek Monolingual

λατραβός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λαμυρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβός και λατραβία (= «λαμυρία μετά ερυθριάσεως», κατά τον Ησύχιο) συνδέονται με τη λ. λατραβιάζω].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: λαμυρός, avariciuous, gluttonous, lascivious
Other forms: λατραβῶν ἁλαζονευόμενος H.; ἐλατράβιζον τὸ βωμολοχεύειν καὶ πανουργεῖν λατραβίζειν ἔλεγον H.; λατραβίζειν ἐσπουδασμένως καὶ ᾳ᾽σήμως λαλεῖν H.; cf. λατραπία λαμυρία μετὰ ἐρυθριάσεως Η. Also λάτραψ ὑετός (cf. λαῖλαψ id.)?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 199 connects λατράζειν βαρβαρίζειν H., and λαθροῦν βλάπτειν H., further λαιθαρυζειν λαμυρῶσαι, διαπράξασθαι H (and λαιθυράζω); these proposed connections cannot be considered certain. The form λατραβ-\/π- is Pre-Greek.