φήμα
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
pseudo-Doric for φήμη {Doric φάμα}, B. 5.194, al., Isyll. 80.
Greek Monolingual
τὸ, Α
στον πληθ. (τὰ) φήματα
(κατά τον Ησύχ.) όσα λέγονται, οι λόγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φη- της απαθούς βαθμίδας του ρ. φημί + κατάλ. -μα (< -mņ-, συνεσταλμένη βαθμίδα της κατάλ. -meņ)].
ἡ, Α
(πιθ. δωρ. τ.) βλ. φήμη.