χειρογράφος
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, clerk, amanuensis, PTeb. 209 (i BC).
Greek Monolingual
ὁ, Α
γραφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -γραφος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημ.].