κυψελίτης
From LSJ
English (LSJ)
ῥύπος, ὁ, wax in the ears, EM 549.24.
German (Pape)
[Seite 1540] ὁ, das Ohrenschmalz, E. M. 549, 24.
Greek Monolingual
ο (Α κυψελίτης) κυψελίς
φρ. «κυψελίτης ρύπος» — η κυψελίδα του αφτιού.
Full diacritics: κυψελίτης | Medium diacritics: κυψελίτης | Low diacritics: κυψελίτης | Capitals: ΚΥΨΕΛΙΤΗΣ |
Transliteration A: kypselítēs | Transliteration B: kypselitēs | Transliteration C: kypselitis | Beta Code: kuyeli/ths |
ῥύπος, ὁ, wax in the ears, EM 549.24.
[Seite 1540] ὁ, das Ohrenschmalz, E. M. 549, 24.
ο (Α κυψελίτης) κυψελίς
φρ. «κυψελίτης ρύπος» — η κυψελίδα του αφτιού.