Πυθαγορικτάς
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
ᾶ, ὁ, Doric for Πυθαγοριστής, Theoc. 14.5
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Πυθαγορικτάς -ᾶ, ὁ [Πυθαγόρας] Dor., volgeling van Pythagoras.
Russian (Dvoretsky)
Πῡθᾰγορικτάς: ὁ ученик Пифагора Theocr.