γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Full diacritics: λυκόχρους | Medium diacritics: λυκόχρους | Low diacritics: λυκόχρους | Capitals: ΛΥΚΟΧΡΟΥΣ |
Transliteration A: lykóchrous | Transliteration B: lykochrous | Transliteration C: lykochrous | Beta Code: luko/xrous |
-ουν, contr. for λυκόχροος.
λυκόχρους, -ουν και -οος, -οον (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα του τριχώματος του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανό-χρους, σιτό-χρους)].