λυκόχρους

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυκόχρους Medium diacritics: λυκόχρους Low diacritics: λυκόχρους Capitals: ΛΥΚΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: lykóchrous Transliteration B: lykochrous Transliteration C: lykochrous Beta Code: luko/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for λυκόχροος.

Greek Monolingual

λυκόχρους, -ουν και -οος, -οον (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα του τριχώματος του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανόχρους, σιτόχρους)].

German (Pape)

zusammengezogen aus λυκόχροος.