λιπόπνους
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
-ουν, contr. for λιπόπνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
1 qui n’a pas de souffle (Hadès);
2 qui a perdu le souffle, mort.
Étymologie: λείπω, πνέω.
Greek Monolingual
λιπόπνους, -ουν, ασυναίρ. -οος, -οον (Α)
1. εγκαταλελειμμένος από την πνοή, άπνους, νεκρός
2. (για τον Άδη) αυτός στον οποίο λείπει κάθε πνοή, στον οποίο επικρατεί νεκρική σιγή («λιπόπνους, Ἅιδης», Ορφ. Υμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -πνους (< πνοή)].
Middle Liddell
λῐπό-πνους, ουν πνοή
left by breath, breathless, dead, Anth.