λιπόπνους

From LSJ
Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιπόπνους Medium diacritics: λιπόπνους Low diacritics: λιπόπνους Capitals: ΛΙΠΟΠΝΟΥΣ
Transliteration A: lipópnous Transliteration B: lipopnous Transliteration C: lipopnous Beta Code: lipo/pnous

English (LSJ)

-ουν, contr. for λιπόπνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
1 qui n’a pas de souffle (Hadès);
2 qui a perdu le souffle, mort.
Étymologie: λείπω, πνέω.

Greek Monolingual

λιπόπνους, -ουν, ασυναίρ. -οος, -οον (Α)
1. εγκαταλελειμμένος από την πνοή, άπνους, νεκρός
2. (για τον Άδη) αυτός στον οποίο λείπει κάθε πνοή, στον οποίο επικρατεί νεκρική σιγήλιπόπνους, Ἅιδης», Ορφ. Υμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -πνους (< πνοή)].

Middle Liddell

λῐπό-πνους, ουν πνοή
left by breath, breathless, dead, Anth.