δαυχνοφόρος

From LSJ
Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαυχνοφόρος Medium diacritics: δαυχνοφόρος Low diacritics: δαυχνοφόρος Capitals: ΔΑΥΧΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dauchnophóros Transliteration B: dauchnophoros Transliteration C: dafchnoforos Beta Code: dauxnofo/ros

English (LSJ)

v. δαφνηφόρος, cj. in Alcm. 17.

Greek (Liddell-Scott)

δαυχνοφόρος: -ον, = δαφνηφόρος, Ἀλκμ. ἀποσπ. 16 (Bgk.)

Spanish (DGE)

-ου, ὁ portador de laurel cj. a δ' αχοσχορον como epít. de Apolo, Alcm.48, cf. δαφνηφόρος.

Greek Monolingual

δαυχνοφόρος, -ον (Α)
ο δαφνοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαύχνα, παράλληλος τ. του δάφνη που απαντά μόνο σε σύνθετα, + -φορος < φέρω (πρβλ. Δαυχναφόριος)].