λευκωματώδης

From LSJ
Revision as of 17:39, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκωματώδης Medium diacritics: λευκωματώδης Low diacritics: λευκωματώδης Capitals: ΛΕΥΚΩΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: leukōmatṓdēs Transliteration B: leukōmatōdēs Transliteration C: lefkomatodis Beta Code: leukwmatw/dhs

English (LSJ)

ες, A of the nature of λεύκωμα 11.2, πάθβς Erot. s.v. ἄργεμον.

German (Pape)

[Seite 36] ες, dem weißen Staar ähnlich, Erotian.

Greek (Liddell-Scott)

λευκωματώδης: -ες, (εἶδος) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66.

Greek Monolingual

-ες (Α λευκωματώδης, -ῶδες) λεύκωμα
νεοελλ.
λευκωματούχος
αρχ.
αυτός που πάσχει από λεύκωμα.