μητροτύπτης
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ου, ὁ, A = μητραλοίας, Hsch. s.v. ἀλοία.
German (Pape)
[Seite 180] ὁ, = μητραλοίας, Hesych. v. ἀλοιάω.
Greek (Liddell-Scott)
μητροτύπτης: -ου, ὁ, = μητραλοίας, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλοιᾷ.
Greek Monolingual
μητροτύπτης, ὁ (Α)
μητροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -τύπτης (< τύπτω), πρβλ. πατρο-τύπτης].