πέπτρια
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ἡ, A cook, Hsch. s.v. σιτοποιός.
German (Pape)
[Seite 561] ἡ, die Kochende, Hesych. v. σιτοποιός.
Greek (Liddell-Scott)
πέπτρια: ἡ, «μαγείρισσα» Ἡσύχ. ἐν λ. σιτοποιός.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) η μαγείρισσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, χωνεύω» + επίθημα -τρια (πρβλ. σκώπ-τρια)].