μακροκαταληκτέω
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
A end with a long syllable, Choerob. in Theod.2.355 H., Eust.26.36:—Med., Hdn.Gr. in An.Ox.3.229:— hence μακρο-κατάληκτος, ον, Did. ap. St.Byz. s.v. Πνύξ, A.D.Pron.11.10, al.; μακρο-καταληξία, ἡ, Choerob.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
μακροκαταληκτέω: καταλήγω εἰς μακρὰν συλλαβήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 317, Εὐστ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 3. 229· μακροκατάληκτος, ον, ἐπίθετ., καὶ μακροκαταληξία, ἡ, οὐσιαστ., αὐτόθι 4. 381.
Russian (Dvoretsky)
μακροκᾰτᾰληκτέω: стих. оканчиваться на долгий слог.