στρύζω
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
English (LSJ)
= τρύζω, Erot. A s.v. τρύζειν, Gal.18(2).134.
German (Pape)
[Seite 957] seltenere Nebenform von τρύζω, zw.
Greek (Liddell-Scott)
στρύζω: σπάνιος ἰσοδύναμος τύπος τοῦ τρύζω, Ἐρωτιαν. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 444.
Greek Monolingual
Α
(σπάν. τ.) βλ. τρύζω.