ἐπιλοιδορέω
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
A cast reproaches on, cj. in Plb.15.33.4:—Med., Suid. s.v. ἐπιτωθάζων.
German (Pape)
[Seite 959] noch dazu schimpfen, Pol. 15, 33, 4, richtigere Lesart ἀπολ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλοιδορέω: λοιδορῶ ἐπί τινι, τῶν δ’ ἀκουσάντων, οἱ μὲν ἐπελοιδόρουν αὐτόν, κτλ., Πολύβ. 15. 33, 4, ἐκ διορθώσεως τοῦ Casaub. ἀντὶ ἀπελοιδόρουν. ― Μέσ., Σουΐδ. ἐν λέξει ἐπιτωθάζων.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλοιδορέω: Polyb., v. l. = ἀπολοιδορέω.