ἀνυπόστρεπτος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ον, A unreturning, Suid. s.v. ἄνοστος. Adv. -τί without turning back, Pythag. ap. Phlp.in de An.116.32.
German (Pape)
[Seite 266] nicht zurückkehrend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόστρεπτος: -ον, ὁ μὴ ὑποστρέφων, ὁ μὴ ἐπανερχόμενος, Σουΐδ. ἐν λ. ἄνοστος.
Spanish (DGE)
-ον que no regresa Sud.s.u. ἄνοστος.