ἀνυπόστρεπτος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ἀνυπόστρεπτον, unreturning, Suid. s.v. ἄνοστος. Adv. ἀνυπόστρεπτί = without turning back, Pythag. ap. Phlp.in de An.116.32.
Spanish (DGE)
-ον que no regresa Sud.s.u. ἄνοστος.
German (Pape)
[Seite 266] nicht zurückkehrend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόστρεπτος: -ον, ὁ μὴ ὑποστρέφων, ὁ μὴ ἐπανερχόμενος, Σουΐδ. ἐν λ. ἄνοστος.