ὑπεραγόντως

From LSJ
Revision as of 18:15, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερᾰγόντως Medium diacritics: ὑπεραγόντως Low diacritics: υπεραγόντως Capitals: ΥΠΕΡΑΓΟΝΤΩΣ
Transliteration A: hyperagóntōs Transliteration B: hyperagontōs Transliteration C: yperagontos Beta Code: u(perago/ntws

English (LSJ)

Adv. A exceedingly, LXX 2 Ma.7.20, OGI315.51 (Pessinus, ii B. C.), Hsch. s.v. ἐσχάτως.

German (Pape)

[Seite 1189] adv. part. praes. act. von ὑπεράγω, übermäßig, außerordentlich.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραγόντως: Ἐπίρρ., ὑπερβαλλόντως, καθ’ ὑπερβολήν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ., Ζ΄, 20), Ἡσύχ. ἐν λ. ὑπερφυῶς.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. πάρα πολύ, υπέρμετρα («ὑπεραγόντως θαυμαστές», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεράγων, -οντος, μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπεράγω + επιρρμ. κατάλ. -ως].