τόνωσις
From LSJ
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
English (LSJ)
εως, ἡ, A strengthening, bracing, Aret.CD1.3; τοῦ βρέφους Sor.1.95; τοῦ πνεύματος ib.108; activity, force, Ruf. ap. Orib.8.24.19: abs., 'tone', Apollon. ap. Orib.7.19.1. 2 vehemence in rhetoric, τονώσεις καὶ περιπαθήσεις Ph.1.158. II accentuation, Eust.341.21.
German (Pape)
[Seite 1127] ἡ, das Spannen, Anstrengen, Sp., bes. das Verstärken des Tons, oder das Setzen des Tons od. Tonzeichens, das Betonen, Accentniren, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τόνωσις: -εως, ἡ, ἔντασις, ἐνίσχυσις, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3, Φίλων, κλπ. ΙΙ. τονισμός, τονώσεως διαφόρου Εὐστ. 341. 21.