καυσαλίς

Revision as of 18:15, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, prob. glossed by ἡ μέλαινα καὶ ὑπέρυθρος, Hsch. (καύσαλις cod.); perh. to be read for καυκαλίς, of a kind of σμύρνα, Dsc.1.64 (and so in Orib. 12 s.v.), and for καυχαλίς (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1408] ίδος, ἡ (καίω), Brandblase, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καυσᾰλίς: -ίδος, ἡ «καψαλίδα», φλύκταινα, ἡ μέλαινα καὶ ὑπέρυθρος «φουσκαλίδα» ἐκ καύματος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καυσαλίς, ἡ (Α)
φλύκταινα από έγκαυμα, φουσκάλα, καντήλα, καψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. του καυκαλίς, ενώ με τη σημ. «φουσκάλα» συνδέεται πιθ. με το καίω.