τέτορες
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τέτορα, τά, Dor. for τέσσαρες (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1096] οἱ, αἱ, τέτορα, τά, dor. statt. τέσσαρες, Hes. O. 700; Epigr. bei Her. 7, 228.
Greek (Liddell-Scott)
τέτορες: οἱ, αἱ, τέτορα, τά, Δωρ. ἀντὶ τέσσαρες.
French (Bailly abrégé)
dor. c. τέσσαρες.
Greek Monolingual
οἱ, αἱ, ουδ. τέτορα, τὰ, Α
(δωρ. τ.) βλ. τέσσερεις.
Greek Monotonic
τέτορες: οἱ, αἱ, τέτορα, τά, Δωρ. αντί τέσσαρες.
Russian (Dvoretsky)
τέτορες: α дор. Hes. etc. = τέσσαρες.