Γάδαρα
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
[Γᾰ], ων, τά, Gadara, a town in Palestine, Str.16.2.29:—Γαδαρεύς or Γαδαρηνός, ὁ, an inhabitant, Ev.Matt.8.28:—Γαδαρίς (sc. γῆ), ἡ, the country, Str.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
Γάδαρα: -ων, τά, πόλις ἐν Παλαιστίνῃ, Στράβ. 759: - Γαδαρεὺς ἢ Γαδαρηνός, ὁ κάτοικος αὐτῆς· - ἡ Γαδαρὶς (ἐνν. γῆ), ἡ χώρα, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Spanish (DGE)
-ων, τά
• Alolema(s): Γάδωρα Ptol.Geog.5.14.18
Gádara
1 ciu. palestina en la reg. de la Decápolis, actual Umma Qays, tb. llamada Antioquía y Seleucia, Plb.5.71.3, Str.16.2.29, I.BI 1.86, 155, AI 12.136, 13.356, Ptol.l.c., St.Byz.
2 plaza fuerte palestina en la reg. de Perea, actual Aṣ- Ṣalt, I.BI 4.413, 414, llamada Γάδωρα Ptol.l.c., quizá la misma que Γάδδα q.u., St.Byz.
3 aldea de Macedonia, St.Byz.
Russian (Dvoretsky)
Γάδᾰρα: (γᾰ) τά Гадары (город в Палестине) Polyb., Anth.