ὀκταμηνιαῖος

From LSJ
Revision as of 08:50, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταμηνῐαῖος Medium diacritics: ὀκταμηνιαῖος Low diacritics: οκταμηνιαίος Capitals: ΟΚΤΑΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: oktamēniaîos Transliteration B: oktamēniaios Transliteration C: oktaminiaios Beta Code: o)ktamhniai=os

English (LSJ)

α, ον, A of eight months, ἀνοχαί D.S.14.38 ; χρόνος POxy.1627.9 (iv A.D.) ; eight months old, Ar. Byz.Epit.77.18.

German (Pape)

[Seite 317] = Folgdm, Plut. plac. phil. 5, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτᾰμηνῐαῖος: -α, -ον, ὁ ἐξ ὀκτὼ μηνῶν συνιστάμενος, ἀνοχαὶ Διόδ. 14. 38· ὁ κατὰ τὸν ὄγδοον μῆνα γεννηθείς, βρέφος Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 2. 47.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui se passe ou arrive le 8ᵉ mois;
2 qui dure huit mois, de huit mois.
Étymologie: ὀκτώ, μήν².

Greek Monolingual

και οχταμηνιαίος, -α, -ο (Α ὀκταμηνιαῖος και ὀκτωμηνιαῖος, -α, -ον) οκτάμηνος
1. αυτός που αποτελείται από οκτώ μήνες («ὀκταμηνιαῖος χρόνος», πάπ.)
2. αυτός που έχει ηλικία οκτώ μηνών, οκτάμηνος.

Russian (Dvoretsky)

ὀκταμηνιαῖος: Diod., Plut. = ὀκτάμηνος.