μάκρωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, A lengthening, prolonging; esp. dwelling on a thing, Plb.15.36.2 (nisi leg. ἀκρόασις).
German (Pape)
[Seite 86] ἡ, das Ausdehnen, die Weitschweifigkeit, Pol. 15, 36, 2.
Greek (Liddell-Scott)
μάκρωσις: ἡ, τὸ ἐκτείνειν, μηκύνειν· ἰδίως τὸ ἐκτείνεσθαι περί τινος, μακρολογεῖν, Πολύβ. 15. 36, 2 (ἔνθα ὁ Casaub. μάκρυνσις).
Russian (Dvoretsky)
μάκρωσις: εως ἡ удлинение, растягивание (Polyb. - v. l. ἀκρόασις).