ιδιότητα

From LSJ
Revision as of 11:23, 20 March 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰδιότης) ίδιος (Ι)
το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.
στον πληθ. (φιλοσ.) οι ιδιότητες
τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που ενυπάρχουν στα πράγματα πέρα και ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση
αρχ.
1. η διαφορετική ύπαρξη, η ιδιαιτερότητα
2. συγγένεια, σχέση.