κατασβήνω

From LSJ
Revision as of 09:43, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε")

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

(AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι)
1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.)
2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.)
αρχ.
1. θεραπεύω («δέξαι με, ὦ θάλασσα, δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τά τραύματα», Λουκιαν.)
2. αποξηραίνω («ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει», Αισχύλ.)
3. (για τον άνεμο) κοπάζω («τὸ πνεῡμα κατεσβεσμένον παραλόγως ἀκύμονα τὸν πόρον ἰδεῑν καὶ λεῑον παρεῖχε», Πλούτ.).