επιπλέκω

From LSJ
Revision as of 17:58, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

ἐπιπλέκω)
περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω
νεοελλ.
(για αρρώστια) προκαλώ επιπλοκές, χειροτερεύω
αρχ.
1. πλέκω πάνω σε κάτι, προσθέτω πλέκοντας
2. δένω, δεσμεύω
3. συνδυάζω, συνδέω («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», Αριστοτ.)
3. ανήκω
4. παθ. ἐπιπλέκομαι
εμπλέκομαι, συμπλέκομαι («τῶν ἄλλων οὐκ ἐμπλεκομένων τοῖς Ἕλλησιν», Στράβ.)
5. παθ. έρχομαι σε σαρκική επαφή
6. (μτχ. παθ. παρακμ. ἐπιπεπλεγμένος
α) αναμεμιγμένος
β) περίπλοκος.