κερώ

From LSJ
Revision as of 18:07, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

(I)
κερῶ, -άω (Α)
(επικ. τ. του κεράννυμι) αναμιγνύω, αραιώνω το κρασί με νερό.
(II)
κερῶ, -άω (Α) κέρας
καθιστώ κάτι κερατοειδές
2. παίρνω θέση στο κέρας στρατού («ἐδόθη παράγγελμα... τοῖς δ' εὐζώνοις κερᾱν», Πολ.).