κερώ

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek Monolingual

(I)
κερῶ, -άω (Α)
(επικ. τ. του κεράννυμι) αναμιγνύω, αραιώνω το κρασί με νερό.
(II)
κερῶ, -άω (Α) κέρας
καθιστώ κάτι κερατοειδές
2. παίρνω θέση στο κέρας στρατού («ἐδόθη παράγγελμα... τοῖς δ' εὐζώνοις κερᾱν», Πολ.).