ἐνόν

From LSJ
Revision as of 18:15, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

German (Pape)

[Seite 849] part. zu ἔνειμι, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

part. neutre de ἔνειμι.

Greek Monolingual

το (AM ἐνόν)
(ουδ. μτχ. του ρήματος ένειμι που λαμβάνεται ως ουσ.)
1. δυνατόν («κατά το ενόν»)
2. στον πληθ. τα ενόντα
τα υπάρχοντα, τα πρόχειρα εφόδια («εκ τών ενόντων» — απ' όσα βρίσκονται πρόχειρα, από τα υπάρχοντα)
αρχ.
τὰ ἐνόντα
1. φορτίο ή προμήθειες πλοίου («τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους τοῖς ἐνοῡσι», Πλάτ.)
2. όσα είναι δυνατά («κατιδὼν τὸ πλῆθος τῶν ἐνόντων εἰπεῑν», Ισοκρ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνόν: part. n к ἔνειμι.