εκδίκηση

From LSJ
Revision as of 16:24, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek Monolingual

και (ε)γδίκηση, η (AM ἐκδίκησις)
1. η ανταπόδοση του κακού από αυτόν που αδικήθηκε ή από συγγενή του
2. βοήθεια, υπεράσπιση («δράμε εις εκδίκησιν της Κωνσταντίνου πόλης», «ὁ Θεός... ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ»)
νεοελλ.
φρ. «παίρνω εκδίκηση» — εκδικούμαι
μσν.
1. ποινή
2. διεκδίκηση
αρχ.
φρ. «ποιοῦμαι, ποιῶ ἐκδίκησιν» — εκδικούμαι.