Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false
και εκφοβώ (-έω) (Α ἐκφοβῶ)κάνω κάποιον να φοβηθεί, προξενώ φόβο, τρομάζω, φοβίζω, φοβερίζωαρχ.παθ. ἐκφοβοῦμαιφοβούμαι πολύ, κατατρομάζω.