ανακεφαλαιώνω
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
Greek Monolingual
(Α και ἀνακεφαλαιοῦμαι, -όομαι), επαναλαμβάνω τα προαναφερθέντα τονίζοντας τα κύρια σημεία, κάνω συνοπτική επανάληψη, περίληψη
νεοελλ.
ενσωματώνω τους τόκους στο κεφάλαιο και ανατοκίζω το νέο ποσόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κεφαλαιοῦμαι.
ΠΑΡ. ανακεφαλαίωση (-ις), ανακεφαλαιωτικός].