ευθυμώ
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐθυμῶ, -έω) εύθυμος
είμαι εύθυμος, βρίσκομαι σε εύθυμη, σε χαρούμενη κατάσταση
νεοελλ.
βρίσκομαι σε ελαφρά μέθη («ήπιε λίγο κρασί και ευθύμησε»)
μσν.
1. χαίρομαι
2. ξενοιάζω
αρχ.
1. κάνω κάποιον εύθυμο, προκαλώ ευθυμία σε κάποιον
2. παθ. εὐθυμοῦμαι
βρίσκομαι σε ευθυμία («ἐδειπνοποιοῡντό τε καὶ ηὐθυμοῡντο», Ξεν.)
3. φρ. «εὐθυμῶ περί τινος, ἔv τινι, ἐπί τινι» — διατηρώ την ψυχραιμία μου, τη γαλήνη της ψυχής μου.