ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
ἡνιοστροφῶ, -έω (AM) ηνιοστρόφος
μσν.
1. μτφ. διευθύνω, διοικώ, κυβερνώ
2. παθ. ἡνιοστροφοῦμαι, -έομαι
α) διευθύνομαι
β) παρασύρομαι από κάποιον
αρχ.
οδηγώ, διευθύνω κάτι με τον χαλινό, στρέφω τα ηνία.