κυκλώνω

From LSJ
Revision as of 16:35, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94

Greek Monolingual

(AM κυκλῶ, -όω, Μ και κυκλώνω) κύκλος
1. περιβάλλω απ' όλες τις πλευρές, περιτριγυρίζω («'Ωκεανός... κυκλοῑ χθόνα», Ευρ.)
2. σχηματίζω κλοιό γύρω από κάτι ή κάποιον, περικυκλώνω (α. «η αστυνομία έχει κυκλώσει το σπίτι» β. «πόλιν... κυκλώσας "Αρει φονίῴ», Ευρ.
γ. «Ἀργέϊοι δὲ πόλισμα Κάδμου κυκλοῡνται», Αισχύλ.)
αρχ.
1. (παθ. και ενεργ.) κυκλοῦμαι, -όομαι και κυκλῶ, -όω
γυρίζω γύρω γύρω από κάτι, κινούμαι ή χορεύω κυκλικά (α. «ἀκλαυτεί περί βωμὸν κυκλώσασθαι», Καλλ.
β. «καὶ κυκλώσω τὸ θυσιαστήριὸν σου, Κύριε», ΠΔ)
2. περιστρέφω ή στροβιλίζω κάτι
3. σχηματίζω καμπύλη σε κάτι, καμπυλώνω, δίνω κυκλικό σχήμα
4. σκάβω κάτι δίνοντάς του κυκλικό σχήμα.