προαδικώ

From LSJ
Revision as of 16:35, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

-έω, Α
1. αδικώ πρώτος, κάνω αρχή της αδικίας
2. παθ. προαδικοῦμαι, -έομαι
αδικούμαι πρώτος ή αδικούμαι προηγουμένως
3. φρ. «προαδικῶ μετὰ βίας τινά» — εφαρμόζω ένα μέτρο με τη βία, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, προβιάζομαι.