συγκαλώ
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
Greek Monolingual
συγκαλῶ, -έω, ΝΜΑ καλῶ
καλώ πολλά άτομα συγχρόνως σε ορισμένο χώρο για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων (α. «ο πρόεδρος συγκαλεί τα μέλη του συμβουλίου σε έκτακτη συνεδρίαση» β. «ὁ Κῡρος συνεκάλεσε Περσέων τοὺς πρώτους», Ηρόδ.)
αρχ.
1. προσκαλώ κάποιον μαζί με άλλους σε συμπόσιο («συνεκάλεσε δὲ αὐτοῑς καὶ Ἀρτάβαζον τὸν Μήδον», Ξεν.)
2. μέσ. συγκαλοῦμαι, -έομαι
καλώ κάποιον να έλθει κοντά μου («συγκαλεσάμενος δὲ τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῡ», ΚΔ).