φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
ψηφοφορῶ, -έω, ΝΑ, και ψηφηφορῶ Α ψηφοφόροςψηφίζωνεοελλ.έχω το δικαίωμα της ψήφουαρχ.εκλέγω με ψήφο («ἐπειδὴ τοὺς νομοθέτας ψηφηφορεῖν ἔδει», Διον. Αλ.).