επαναστρέφω
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
Greek Monolingual
(Α ἐπαναστρέφω) στρέφω
(αμτβ.) επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, επιστρέφω
νεοελλ.
στρέφω κάτι προς τα πίσω, το ξαναγυρίζω
μσν.
1. (για ομιλία) επανέρχομαι
2. (για καιρό) έχω γυρίσματα, ξαναγυρίζω
αρχ.-μσν.
(για ποταμό) επιστρέφω, αλλάζω διεύθυνση της κοίτης
αρχ.
1. στρέφομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου («χαλεπὸν oὖv ἔργον διαιρεῖν, ὅταν ὁ μὲν τείνη βιαίως, ό δ' ἐπαναστρέφειν δύνηται», Αριστοφ.)
2. βγαίνω ξανά στην επιφάνεια
3. επιβάλλομαι, επιβαρύνω κάποιον.